- μανταλωτός
- -ή, -ό (AM μανδαλωτός, -ή, -όν) [μανταλώνω]κλεισμένος με μάνταλο, με σύρτη, αμπαρωμένοςμσν.-αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ μανδαλωτόνείδος ηδυπαθούς φιλήματοςαρχ.ασελγής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμαντάλωτος — και αμανδάλωτος, η, ο [μανταλωτός] (για πόρτες, παράθυρα κ.λπ.) αυτός που δεν κλείστηκε με μάνταλο, ασφάλιστος … Dictionary of Greek
μανδαλωτός — μανδαλωτός, ή, όν (AM) βλ. μανταλωτός … Dictionary of Greek